- ταρτουφισμός
- οη διαγωγή του Ταρτούφου (βλ. λ.), η υποκρισία, ο φαρισαϊσμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταρτουφισμός — ο, Ν η διαγωγή τού Ταρτούφου, προσπάθεια απόκρυψης ελαττωμάτων με συνεχείς ηθικολογίες, υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταρτούφος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1820 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek